«… ναι, έχω βρεθεί ή υπάρξει με διάφορους τρόπους με
όλους αυτούς τους σπουδαίους του ελληνικού
τραγουδιού και πιο συγκεκριμένα…»
Έτσι ξεκίνησε άλλη μια συζήτηση με τον Γιάννη Κ. Ιωάννου, του «παρατηρητή» εκ των έσω Γιάννη Κ. Ιωάννου, όπως τον χαρακτήρισα μέσα από την κουβέντα μας και νομίζω ότι του άρεσε και «το κράτησε».
Εξάλλου δεν είναι καθόλου μακριά από την πραγματικότητα των «έργων και ημερών» του σημαντικού Γιάννη K. Ιωάννου, σημαντικού και επί της ουσίας για το ελληνικό τραγούδι και την ελληνική δισκογραφία. Βρέθηκε σε άπειρες στιγμές, πάλκου και στούντιο. Συνομίλησε και συνευρέθηκε μουσικά με σπουδαίους, όπως είναι όσοι αναφέρονται στον τίτλο. Και είχε τη διάθεση να τα μοιραστεί μαζί μας, οπότε ας τα πάμε βήμα βήμα!
ΕΡ: Η στιγμή να καταγράψουμε κάποια από αυτά που μου έλεγες όταν συζητούσαμε. Πως να τους βάλουμε μια σειρά…;
ΑΠ: «Κάποια στιγμή λοιπόν, όταν έπαιζα στο συγκρότημα των «Foremost” αρχές δεκαετίας ‘70, έχουμε πάει στο «Ακροπόλ», ένα υπόγειο απέναντι από το Πολυτεχνείο, να μπαλώσουμε μια τρύπα προγράμματος γιατί ο Χιώτης που έπαιζε εκεί με την ορχήστρα του, είχε μια υποχρέωση και θα έλειπε από την καθορισμένη έναρξη εκείνη τη βραδιά, όχι όλη τη νύχτα.
ΕΡ: Μιλάμε δηλαδή για καμιά δυο ώρες…
ΑΠ: «Κάτι τέτοιο… Όταν επέστρεψε ο Χιώτης με το συγκρότημα του, θυμάμαι χαρακτηριστικά να υπάρχει μια αναμπουμπούλα στο μαγαζί, οι σερβιτόροι έτρεχαν πάνω κάτω, άκουγες δεξιά κι αριστερά «Ο Χιώτης, ο Χιώτης»… Άλλος πήγε να του πάρει το παλτό, άλλος να του κουβαλήσει το μπουζούκι, άλλος να είναι μπροστά του σαν οδηγός και να του ανοίγει το δρόμο, πραγματικά δηλαδή διαχείριση μιας βεντέτας, όχι παίξε γέλασε… Υπήρξε όμως και μια λεπτομέρεια που με έκανε για λίγο συνεργάτη του Χιώτη, εμένα και όχι όλο το συγκρότημα. Δεν είχε έρθει ο οργανίστας του ακόμα και έπαιξα εγώ αρμόνιο για κανα δυο τραγούδια στην αρχή του προγράμματος. Δυστυχώς δε θυμάμαι ποια, αλλά σίγουρα συμμετείχα στην έναρξη εκείνης της βραδιάς, με την ορχήστρα του Μανώλη Χιώτη…».
ΕΡ: Πάμε παρακάτω, στον Τσιτσάνη που μου έλεγες;
ΑΠ: «Ήταν στα «Ξημερώματα», θρυλικό μαγαζί στην Εθνική Οδό, των επιχειρηματιών αδελφών Αγραπίδη. Πήρε τ’ όνομά του από το τραγούδι του Ζαμπέτα που είχε πει η Μοσχολιού τότε που ήταν στο Τέρμα Πατησιών (όπως και τα «Δειλινά» να προσθέσουμε). Οι επιχειρηματίες λοιπόν έφεραν τον Τσιτσάνη με το συγκρότημά του όλο, την Ευαγγελία τη Μαργαρώνη την πιανίστρια, τον ντράμερ που λεγόταν Νίκος Διάκος και ήταν οδοντοτεχνίτης κλπ. Αλλά δεν είχαν ακορντεονίστα και μου ζήτησαν να παίξω εγώ, που ήμουν μουσικός του κέντρου. Θα πρέπει να διευκρινήσω πως το κέντρο είχε το πρόγραμμα του και την ορχήστρα του και ο Βασίλης Τσιτσάνης με την ορχήστρα του, έκανε μια εμφάνιση συγκεκριμένης διάρκειας. Πριν και μετά υπήρχε το πρόγραμμα του κέντρου. Αντίστοιχα πρώτο μπουζούκι του κέντρου ήταν ο Γιάννης Μωραίτης, που επίσης έπαιζε φυσικά στο σχήμα που δημιουργήθηκε για τον Τσιτσάνη. Κι έχουμε κι ένα ωραίο στιγμιότυπο με τον Μωραίτη και τον Τσιτσάνη αλλά και μένα… Πίσω από το κέντρο υπήρχε μια μικρή αυλίτσα, στην οποία υπήρχε πρόσβαση από τα καμαρίνια μόνο ή πίσω από το πάλκο. Ο Μωραίτης λοιπόν κυνηγούσε τον Τσιτσάνη λέγοντάς του,
«Βασίλη, πάμε πίσω στην καβάτζα να πιούμε κάνα τσιγάρο»;
Ο Τσιτσάνης που ήταν εξαιρετικά ολιγόλογος και αποστασιοποιημένος σχεδόν από όλους,του γνέφει καταφατικά.
Κι επειδή ήμουν κι εγώ μπροστά στην κουβέντα, θαυμάζοντας τον Τσιτσάνη, μου λέει και μένα ο Μωραίτης:
«Έλα κι εσύ ρε μικρέ…».
ΑΠ: «Δεν έχω πρόβλημα… εγώ σου λέω, πως κάποια στιγμή, ήπια κι ένα τσιγάρο με τον Τσιτσάνη κι όλα ξεκίνησαν από τον τεράστιο θαυμασμό που είχα απέναντι σε αυτόν τον άνθρωπο. Κι εξάλλου κάποτε δεν παραγράφονται τα αδικήματα…»; (γέλια).
ΕΡ: Και μετά από τις αποκαλύψεις αυτές, τι άλλο θα προκύψει όταν θα μου πεις για τον Γιώργο Ζαμπέτα… Έχεις παίξει με τον Ζαμπέτα έτσι δεν είναι;
ΑΠ: «Ναι, έχω παίξει και με τον Ζαμπέτα, σεζόν ολόκληρη στη «Φαντασία» των Μενιδιάτηδων (σ.σ. πραγματικό όνομα Καλογράνης). Μουσικός στην ορχήστρα του αείμνηστου μαέστρου Στέλιου Λαζάρου. Αν θυμάμαι καλά, με Ρίτα Σακελαρίου και Πίτσα Παπαδοπούλου. Και εδώ θα προσπαθήσω να κάνω μια σκιαγράφηση της ψυχολογίας του Γιώργου Ζαμπέτα. Ο Ζαμπέτας λοιπόν υπήρξε ένας φανταστικός συνθέτης που δεν έγραψε σε «δρόμους λαϊκούς» αλλά σε ματζόρε και μινόρε και τα τραγούδια που έφτιαξε ήταν το ένα καλύτερο από το άλλο».
ΕΡ: Εκ του αποτελέσματος έτσι είναι…
ΑΠ: «Φυσικά, όμως πάμε λίγο παραπέρα. Αυτά που ξέρουμε για την προσωπικότητα Ζαμπέτας, τα ξέρουμε από τις κινηματογραφικές ταινίες. Οι σκηνοθέτες κυνηγούσαν τότε Ζαμπέτα και Χιώτη, γιατί είχαν αυτό το διαφορετικό, το θεατράλε που προσέφερε παραπάνω show και credits σε μια παραγωγή. Ο Ζαμπέτας έφταιξε την persona του χαβαλέ, εκείνα τα κωμικά «Όα» και «Άλαααα» κλπ… Στην πραγματικότητα θα σου έλεγα με το χέρι στην καρδιά ότι ο Γιώργος Ζαμπέτας ήταν ένας άνθρωπος μάλλον καταθλιπτικός κι ότι ήταν στενάχωρος, δεν ήταν με το γέλιο, όπως τον βλέπαμε στα έργα. Αυτό ήταν το «προσωπείο» για το κοινό, όχι η αλήθεια…»
ΕΡ: Μα έβγαζε πίκρες, έχω διαβάσει κι έχω δει συνεντεύξεις του, έβγαζε πολύ πίκρα και στενοχώρια για το σύστημα κλπ.
ΑΠ: «Ναι, έτσι είναι. Αλλά να σου πω μια προσωπική εμπειρία. Μια πίκρα όπως λες, που φανερώνει όμως κάποια πράγματα την έβγαλε σε μένα, μάλιστα πάνω στην σκηνή. Ήταν λοιπόν στην σκηνή της «Φαντασίας» οι χορευτές του Ζαμπέτα, οι θρυλικοί Αμπατζόγλου ε; Ο Δήμος, ο Ιορδάνης (ο τελευταίος που έφυγε από τη ζωή στις 11/2/2022) και ο Τάσος. Εγώ είχα καλή σχέση με αυτούς, γυρνάγανε τα κέντρα τότε και χορεύανε και βγάζανε μεροκάματο από δωρεές διοφόροων κουβαρντάδων πελατών! Ωραίοι τύποι. Κάναμε καλαμπουράκι λοιπόν μαζί και ένα βράδυ, όπως είμασταν πάνω στη σκηνή, κάτι λέει ο Δήμος και γυρνάω κι εγώ από την πίσω πλευρά της σκηνής και του κάνω πλάκα. Κανείς δε μας άκουσε από το κοινό. Μπροστά στη σκηνή ο Ζαμπέτας, πίσω εγώ στο πιάνο, μόνο μεταξύ μας ακούστηκε δηλαδή ότι ειπώθηκε. Άλλωστε εγώ δεν είχα μικρόφωνο. Άκουσε λοιπόν ο Ζαμπέτας και γυρνάει στο μικρόφωνο και λέει δυνατά, απευθυνόμενος σε μένα και με κάνει ρεζίλι σε όλο το μαγαζί…
«Άκου να δεις φίλε, εδώ μέσα στο μαγαζί τα αστεία τα λέω μόνο εγώ! Το ‘πιασες; Γι’ αυτό εσύ τουμπεκί».
Μου πέσανε τα μούτρα…
ΕΡ: Θα το γράψω και αυτό…
ΑΠ: «Γράψτο, κανένα πρόβλημα… όταν κατεβήκαμε και κάναμε για διάλειμμα, πήγα και τον βρήκα. Ήταν στην καλοκαιρινή «Φαντασία». Τα καμαρίνια της καλοκαιρινής «Φαντασίας» ήταν κάπως σαν αυλή, σαν τις παλιές αυλές με μικρά σπιτάκια, πεζουλάκια κλπ. Τον βρήκα σε ένα από αυτά να κάθεται και να καπνίζει. Του απευθύνω τον λόγο…
«Γιατί βρε Γιώργο το έκανες αυτό; Μια πλάκα έκανα στον Δήμο μεταξύ μας. Κανείς δεν το άκουσε. Γιατί να με κάνεις ρόμπα σε όλο το μαγαζί;… Ποιος ο λόγος»;
«Σε πληροφορώ λοιπόν Κωνσταντίνε ότι απλά κατέβασε το κεφάλι και δεν είπε
τίποτα. Δεν είχε να μου πει λοιπόν κάτι, τόσο απλά. Αλλά έπρεπε να συντηρηθεί
το στιλ Ζαμπέτας και να το καταλαβαίνουμε όλοι…».
ΕΡ: Και να ολοκληρώσουμε αυτό το άρθρο με μια… εξ αποστάσεως στιγμή, αυτή που ο Άκης Πάνου άκουσε τη δική σου δουλειά. Πως αντέδρασε κλπ.
ΑΠ: «Με τον Άκη Πάνου όντως εξ αποστάσεως είχαμε σχέση. Κάποια στιγμή έκανα ένα δίσκο του Μάνου Παπαδάκη το 1992, λεγόταν «Ευτυχώς που σε γνώρισα». Ο Παπαδάκης ήταν ένας πολύ καλός, αλλά άτυχος τραγουδιστής. Έπεσε πάνω στον Στράτο Διονυσίου που είχαν «συγγενείς» φωνές και προτιμήθηκε έναντι του Παπαδάκη στην εταιρεία που βρισκόντουσαν. Μπορεί και σαν προσωπικότητα να υπερίσχυσε ο Διονυσίου που ήταν πιο σκληρός από τον Παπαδάκη, που ήταν πιο τρυφερός και γλυκός άνθρωπος. Αυτός είχε κάνει την επιτυχία «Θα τα κάψω τα ρημάδια τα λεφτά μου». Τέλος πάντων, ενορχήστρωσα εκείνον τον δίσκο στην «Polyphone” του Δημήτρη Πολίτη. Μου λέει λοιπόν ο Παπαδάκης ότι είναι φίλος του ο Άκης Πάνου και θέλει να ακούσει τι έχουμε γράψει. Του λέω φυσικά να έρθει. Όμως πήγαν χωρίς να είμαι εγώ εκεί. Είχα ολοκληρώσει και τις μίξεις. Ο ηχολήπτης τους έβαλε τα τραγούδια για να ακούσει ο Άκης Πάνου. Ανάβει κι ένα τρίφυλλο σαν το μπουρί της σόμπας ο Άκης και κουρδίζει το μπουζούκι του. Παίζει το πρώτο κομμάτι ο ηχολήπτης, και το ψάχνει ο Άκης Πάνου να βρει τι τόνο είναι. Πάνε στο δεύτερο κλπ και τελικά, να μη στα πολυλογώ, βρήκε κανα δυό κομμάτια με πειραγμένους τόνους, από τη χρήση του «Varispeed». Περίμενε δηλαδή να ακούσει το κάθε κομμάτι ακριβώς στον τόνο και όχι πειραγμένο με +/- κάποια εκατοστά του τόνου και ζήτησε από τον ηχολήπτη να ξανακάνουν αυτές τις δυό μίξεις χωρίς τη χρήση του «Varispeed». Όμως η αλήθεια ήταν πως εμείς είχαμε πράγματι πειράξει τα κομμάτια και το εντόπισε. Αυτό βεβαίως έγινε για λόγους διόρθωσης της ταχύτητας των τραγουδιών. Κάτι που τα χρόνια εκείνα τα παλιά με την αναλογική τεχνολογία, γινόταν πολύ συχνά, προκειμένου να αποφύγουν να ξαναηχογραφήσουν κάποιο τραγούδι και να ξαναπληρώσουν στούντιο και μουσικούς για να διορθώσουν μια μικρή απόκλιση στην ταχύτητα που κάποιες φορές ξέφευγε. (σ.σ. Το «Varispeed» πείραζε την ταχύτητα περιστροφής της ταινίας του πολυκάναλου μαγνητοφώνου, αλλά ταυτόχρονα επιρεαζόταν και ο τόνος. Δηλ. πιο γρήγορα…ανέβαινε ο τόνος και πιο αργά…κατέβαινε). Τέλος πάντων, στο επιμύθιο, όταν τελείωσαν ο Άκης Πάνου είπε στον Μάνο Παπαδάκη πως η δουλειά μου είναι σωστή και πολύ καλή τεχνικά και την εγκρίνει. Και αυτή ήταν μια περγαμηνή για τις επιδόσεις μου στο λαϊκό τραγούδι και χαρακτήρισε τη σχέση μου με τον Άκη Πάνου».
Ποτέ δεν καταλάβαμε με τον Γιάννη Ιωάννου πότε πέρασε η ώρα. Δεν καταγράψαμε μόνο αυτά, υπάρχουν πολλά περισσότερα για να σας δώσουμε και θα το κάνουμε με τον καιρό. Να θυμηθούμε όλοι μαζί, μέσω του «παρατηρητή» αλλά και όλων των άλλων μουσικών ιδιοτήτων του Γιάννη Κ. Ιωάννου, στιγμές του ελληνικού τραγουδιού και της δισκογραφίας. Σαν ένα καφεδάκι που οι φίλοι θυμούνται…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου